πίθων

πίθων
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σωματοφύλακας και φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το 325 π.Χ. ήταν τριήραρχος στο στόλο του Ινδού ποταμού και δυο χρόνια αργότερα έγινε φρούραρχος της Μηδίας. Επικεφαλής σώματος στρατού κατάστειλε την αποστασία των ελλήνων μισθοφόρων στη Βακτριανή. Πήρε μέρος στη δολοφονία του Περδίκκα. Αργότερα και μετά τη συμφωνία του Τριπαράδεισου, ως στρατηγός των Άνω Σατραπειών προσπάθησε να μεγαλώσει τις κτήσεις του. Συμμάχησε με τον Ευμένη εναντίον του Αντίγονου. Συνελήφθη όμως και καταδικάστηκε σε θάνατο. 2. Γιος του Αγήνορα. Το 325 π.Χ. ήταν σατράπης στις Ινδίες. Αργότερα διορίστηκε από τον Αντίγονο φρούραρχος στη Βαβυλωνία. Σκοτώθηκε κοντά στη Γάζα το 312 π.Χ.
* * *
-ωνος, ὁ, Α
1. μικρός πίθηκος, μαϊμουδάκι
2. κόλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού πίθ-ηκ-ος, με επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. δρόμ-ων, τρίβ-ων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Πίθων — little ape masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιθών — πείθω persuade aor part act masc nom sg πιθών cellar masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίθων — πίθος large wine jar masc gen pl πίθων little ape masc nom/voc sg πιθόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πιθόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιθών — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σωματοφύλακας και φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το 325 π.Χ. ήταν τριήραρχος στο στόλο του Ινδού ποταμού και δυο χρόνια αργότερα έγινε φρούραρχος της Μηδίας. Επικεφαλής σώματος στρατού κατάστειλε την αποστασία των… …   Dictionary of Greek

  • πιθῶν — πιθέω persuade pres part act masc nom sg (attic epic doric) πιθόω pres part act masc voc sg (doric aeolic) πιθόω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) πιθόω pres part act masc nom sg πιθόω pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιθῶνας — πιθών cellar masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιθῶνες — πιθών cellar masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιθῶνι — πιθών cellar masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιθῶνος — πιθών cellar masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πίθον — Πίθων little ape masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”